- αναπνέω
- (Α ἀναπνέω και επικ. ἀμπνείω και ἀμπνύω1. εισπνέω και εκπνέω αέρα με τους πνεύμονες, ανασαίνω2. εισπνέω ή εκπνέω χωριστάβρίσκομαι στη ζωή, ζω4. ευχαριστιέμαι με την αναπνοή, αναζωογονούμαι5. ελαφρώνω από βάρη ή στενοχώριες, ανακουφίζομαι, συνέρχομαιαρχ.1. εκπέμπω σαν πνοή, εκβάλλω2. αναδίνω οσμή3. (για φωτιά) αναφλέγομαι, ξαναπαίρνω πνοήκάνω κάποιον να αναπνεύσει.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα-* + πνέω.ΠΑΡ. αναπνοήαρχ.ἀνάπνευμα, ἀνάπνευσις, ἀνάπνοια, ἀνάπνοος].
Dictionary of Greek. 2013.